ΣτΕ: Συνταγματικός ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ)

Με την υπ' αρ. 532/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 27 επ. του ν. 3842/2010, με τις οποίες επιβάλλεται φόρος επί της ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων, η οποία βρίσκεται στην Ελλάδα, ο επονομαζόμενος και Φ.Α.Π. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος φόρος δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Τα σημαντικότερα σημεία της απόφασης: «…Ούτε η ύπαρξη προσόδου από το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον Φ.Α.Π. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επίδικου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως.
Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή μόνο το εισόδημα μπορεί να αποτελέσει βάση φορολογίας και δείκτη προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δεν ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, ανταποκρίνεται στην αρχή της φορολογικής ισότητας η απαλλαγή από την φορολογία κάθε απρόσοδης περιουσίας…
Με τα δεδομένα αυτά, η επιβολή του επίδικου φόρου δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά τα ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογικών στοιχείων και, επομένως, δεν παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές…
Ο προσφεύγων προβάλλει ότι οι ως άνω διατάξεις του ν. 3842/2010 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, διότι δεν συνεκτιμήθηκαν για την επιβολή του ΦΑΠ η μείωση των μισθών των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 και 2 του ν. 3833/2010) καθώς και η συνολική φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων πολιτών…
Με τα δεδομένα αυτά, και ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής των σχετικών ισχυρισμών (εξ επόψεως θεμελιώσεως της πραγματικής τους βάσεως), πάντως οι επιβαρύνσεις των οποίων γίνεται επίκληση δεν καθιστούν, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά στη σκ. 11 καθώς και ενόψει του έκτακτου χαρακτήρα τους και του σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκαν, τον επίδικο πάγιο φόρο επί της ακίνητης περιουσίας αντίθετο προς το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος…
Ως προς το ζήτημα αν η επιβολή του ΦΑΠ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που αντιμετωπίστηκε στην προηγούμενη σκέψη, οι Σύμβουλοι Μ. Παπαδοπούλου και Α. Χλαμπέα διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας από την οποία συνάγεται, περαιτέρω, ότι η επιβολή φόρων πρέπει να βασίζεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Η αρχή αυτή επιβάλει στο νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχει ένα όριο κατά τη θεσμοθέτηση φορολογικών επιβαρύνσεων, τυχόν υπέρβαση του οποίου πλήσσει τη δυνατότητα των φορολογουμένων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές και ταυτόχρονα να διατηρήσουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο, οδηγώντας έτσι σε παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (π.δ. 53/74 Α 256). Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι κατά τη θέσπιση του επίδικου φόρου, ο οποίος μάλιστα έχει πάγιο χαρακτήρα, έχει ληφθεί υπόψη το κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων, υπό την ανωτέρω έννοια, ή η δυνατότητα κτήσεως προσόδου από τη φορολογητέα ακίνητη περιουσία και, επομένως, οι σχετικές ρυθμίσεις είναι αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική διάταξη…
Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η επιβολή του ένδικου φόρου αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, διότι σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις της ακίνητης περιουσίας [Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.), Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), Έκτακτο Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), συμπληρωματικός φόρος εισοδήματος στα εισοδήματα από ακίνητα] και τους φόρους για την απόκτηση των ακινήτων (φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων, φόρος προστιθέμενης αξίας στα νεόδμητα ακίνητα, φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών) καταλήγει σε δήμευση της περιουσίας…
Συνεπώς, ενόψει του δημόσιου σκοπού, για τον οποίο θεσπίστηκε ο ΦΑΠ, δηλαδή της δίκαιης ανακατανομής των φορολογικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο αναμορφώσεως της φορολογήσεως εισοδημάτων και περιουσιών (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου) και λαμβανομένων υπόψη α) του ύψους των προβλεπόμενων για τον υπολογισμό του επίδικου φόρου επί της ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων προοδευτικών συντελεστών, β) του αφορολόγητου ποσού, που από 1.1.2011 ανέρχεται σε 200.000 ευρώ και γ) των απαλλαγών του άρθρου 29, ο επίδικος φόρος για τα φυσικά πρόσωπα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων αντίθετη προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ…
Περαιτέρω, δεδομένου ότι η επιβολή του Φ.Α.Π. στηρίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην οικονομική αξία της ακίνητης περιουσίας του ατόμου, η μη συνεκτίμηση για την επιβολή και τον προσδιορισμό του ύψους του συνόλου των εισοδημάτων του φορολογουμένου, καθώς και του συνόλου των άμεσων φόρων που επιβάλλονται στον φορολογούμενο ή του συνόλου των φόρων που επιβάλλονται επί της περιουσίας του (εισόδημα, κατοχή και απόκτηση), δεν καθιστά το επίδικο φορολογικό βάρος αντίθετο στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τις παρεμβαίνουσες είναι απορριπτέα. Η ταυτόχρονη δε επιβολή του ΦΑΠ και του φόρου κληρονομίας (ο οποίος αποτελεί εφάπαξ καταβαλλόμενο φόρο) στο ίδιο ακίνητο δεν συνιστά διπλή φορολόγηση του ίδιου αντικειμένου, διότι οι φόροι αυτοί επιβάλλονται για διαφορετικές αιτίες (κατοχή ο πρώτος και απόκτηση αιτία θανάτου ο δεύτερος) (πρβλ. ΣτΕ 966/2005,1289/1988,3823-4/1984,3290/1981)…
Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο Φ.Α.Π. επιβάλλεται για κάθε έτος, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 3842/2010, επί της ακίνητης περιουσίας, που ανήκει σε κάθε φυσικό πρόσωπο την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, ο επιβληθείς με τα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2011 και 2012 φόρος συνιστά βάρος της περιουσίας του φορολογουμένου ήδη από τα έτη αυτά. Ως εκ τούτου, η καθυστέρηση εκκαθαρίσεως του Φ.Α.Π. για τα έτη 2011 και 2012, που είχε ως αποτέλεσμα τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα να εκδοθούν το έτος 2013, όπως και το εκκαθαριστικό σημείωμα του Φ.Α.Π. για το έτος 2013, και ο φορολογούμενος να κληθεί να καταβάλει φόρους που αντιστοιχούν σε τρία έτη εντός σύντομου χρονικού διαστήματος δεν συνιστά υπερβολικό βάρος της περιουσίας αντίθετο προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.,τέλος, η μη πρόβλεψη απαλλαγής της κύριας κατοικίας από τον Φ.Α.Π., κατά το πρότυπο αντίστοιχης προβλέψεως του άρθρου 9 του ν. 3634/2008 για το Ε.Τ.ΑΚ., όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού από το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ν. 3763/2009 (Α΄ 80), δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους».

Σχόλια