Eπιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης για επιβολή κατασχέσεως λόγω οφειλών στο ΙΚΑ (νομολογία)

ΣτΕ 4989/2012: Ευθύνη των νπδδ σε αποζημίωση. Προϋποθέσεις. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και προσδιορισμός του ύψους της. Πότε η σχετική κρίση ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Ο αναιρεσείων υπέστη ηθική βλάβη από την επιβολή κατασχέσεως επί ακινήτου του, προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του ΙΚΑ και του επιδόθηκε πρόγραμμα πλειστηριασμού, ενώ εκκρεμούσε ένστασή του ενώπιον της ΤΔΕ και του επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της ιδιοκτησίας του: "...Kατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α΄164), ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν σχετίζονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995 ).
Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου αυτών παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως (Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μ., 2741/2007, 1019/2008, 4133/2011 7μ., 424/2012). Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Κατά τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου αυτού ο νομοθέτης έλαβε υπόψη τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως που καθορίζεται από το δικαστήριο της ουσίας υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 932 του Α.Κ., μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από τις εν λόγω διατάξεις εξουσίας του (Σ.τ.Ε. 4133/2011 7μ, 424/2012, 1219/2012).
...Ενώ εκκρεμούσε στις 16.4.1999 ενώπιον της ΤΔΕ η ασκηθείσα στις 4.2.1999 ένσταση του αναιρεσείοντος, η Διευθύντρια του Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων του ΙΚΑ έδωσε παραγγελία για κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του που του επιβλήθηκε στις 8.7.1999, ότι στις 6.10.2000 το ίδιο όργανο του ΙΚΑ συνέταξε πρόγραμμα και εξέθεσε την 1.11.2000 σε πλειστηριασμό το προαναφερόμενο διαμέρισμα του αναιρεσείοντος, ενώ ήδη είχε εκδοθεί η 78/συν. 11/1.2.2000 απόφαση της ΤΔΕ του Περιφερειακού Υποκαταστήματος του ΙΚΑ στη Θεσσαλονίκη, με την οποία ακυρώθηκαν οι 2126, 2127, 2128 και 12545/1998 ανωτέρω καταλογιστικές πράξεις, ο δε Διευθυντής του Υποκαταστήματος, που έλαβε γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως της ΤΔΕ στις 18.4.2000, από τις 16.6.2000 είχε ασκήσει ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως της ΤΔΕ και τέλος ότι τα όργανα του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος αποτελούν, σύμφωνα με την αρχή της ενότητας των δημοσίων υπηρεσιών, ενιαίο σύνολο που δεν μπορεί να διασπαστεί σε επί μέρους τμήματα ως προς τη σχέση του με τους πολίτες, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα καταστρατηγούντο τα δικαιώματα των πολιτών. Με τα δεδομένα αυτά έκρινε ότι, εφόσον πριν από την ολοκλήρωση της ενδικοφανούς διαδικασίας αλλά και πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής προσφυγής του αναιρεσιβλήτου περιελήφθη ο αναιρεσείων στις καταστάσεις οφειλετών του ΙΚΑ, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, προσβλήθηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας του και επειδή, ως εκ τούτου, υποχρεώθηκε προώρως να προβεί στην άμυνά του με τη διενέργεια δικαστικού αγώνα (άσκηση ανακοπής κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως), υπέστη από τις ανωτέρω παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του ΙΚΑ ηθική βλάβη, καθόσον τέθηκε σε κίνδυνο η ιδιοκτησία του επί του προαναφερόμενου διαμερίσματός του".  (τνπ Nomos)


Σχόλια