Aπόπειρα αυτοκτονίας εργαζομένου- Ευθύνη του εργοδότη- Aπόλυση (νομολογία)

ΑΠ 998/2012: Απόπειρα αυτοκτονίας εργαζόμενου- Ευθύνη του εργοδότη - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος απόλυσης. "...Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 εδάφ. α' Εισ.Ν.ΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Η τελευταία περίπτωση συντρέχει, όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, ο παθών από εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 αυτού δικαιούται να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Όμως, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από τον ίδιο προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας. .....
Οι συνθήκες εργασίας της αναιρεσίβλητης - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - ήταν εκτάκτως δυσχερείς και ασυνήθιστες και είχαν προκαλέσει υπέρμετρη καταπόνηση του οργανισμού αυτής, η οποία είχε πολλές φορές διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες αυτές, χωρίς όμως να δίνεται λύση στο πρόβλημά της. Η συνεχής δε πίεση για την εκτέλεση όλων των παραπάνω καθηκόντων της, η απαίτηση του δεύτερου αναιρεσείοντος για αύξηση του όγκου της εργασίας της, με την ανάθεση και άλλης εργασίας σε διαφορετικό μάλιστα εργοδότη, η επιμονή του προς τούτο και η απειλητική και εξυβριστική συμπεριφορά του, προκάλεσαν την ψυχολογική και νευρική κατάπτωση της αναιρεσίβλητης, ενόψει μάλιστα και του κινδύνου που αντιμετώπιζε να απωλέσει την εργασία της, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της απειλής, αφού ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να ανταπεξέλθει στην εκτέλεση όλων των καθηκόντων της, της οικονομικής ανάγκης που είχε για την εργασία της και τις εξ αυτής αποδοχές και της αδυναμίας της ή τουλάχιστον της μεγάλης δυσχέρειας εξευρέσεως άλλης εργασίας λόγω του ότι ήταν 50 ετών, με αποτέλεσμα, μη έχοντας την ικανότητα να αποφασίσει λογικά, να δημιουργηθούν σ' αυτήν τάσεις αυτοκαταστροφής και να προβεί στον αυτοτραυματισμό της. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ακολούθως ότι το ένδικο ατύχημα, ανεξάρτητα από το ότι οφειλόταν σε πράξη εκούσια της αναιρεσίβλητης, αποτελεί εργατικό ατύχημα. Και τούτο διότι, επήλθε από αιφνίδιο και βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας της αναιρεσίβλητης και εξ αφορμής αυτής, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία της και την εκτέλεσή της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις. Είναι δε ανεξάρτητο από την ιδιοσυστασία του οργανισμού της αναιρεσίβλητης και αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων που προεκτέθηκαν και που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία της. Η διαγνωσθείσα δε - συνεχίζει το Εφετείο - καταθλιπτική συνδρομή από τους γιατρούς της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Άρτας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε και κατά το παρελθόν, αποτελεί συνέπεια της απόπειρας αυτοχειρίας της αναιρεσίβλητης και όλων όσων προεκτέθηκαν για τις συνθήκες εργασίας της και την συμπεριφορά έναντι αυτής του υπεύθυνου, δεύτερου αναιρεσείοντος, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας, σε πταίσμα του οποίου οφείλεται, εξ άλλου, το ένδικο ατύχημα, αφού αυτός πίεζε σφόδρα εν γνώσει του την αναιρεσίβλητη, με συνέπεια να προκαλέσει σ' αυτήν τις συνθήκες, που αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος. Επομένως -καταλήγει το Εφετείο- δικαιούται η αναιρεσίβλητη χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα, συνεκτιμώντας δε τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, το είδος και την έκταση της σωματικής βλάβης της αναιρεσίβλητης, που δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική αλλά επιπόλαιη, και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, έκρινε ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται αυτή ανέρχεται στο ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις αναφερόμενες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ζητήματα της υπάρξεως εργατικού ατυχήματος και αδικοπρακτικής ευθύνης των αναιρεσειόντων για την επέλευση τούτου....

Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία την μείωση του προσωπικού, εφόσον όμως οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά)".  (areiospagos.gr)

Σχόλια